βαρβιτουρικά — Συνθετικά παράγωγα της μηλονυλουρίας, με υπνωτικές ιδιότητες. Στον οργανισμό τα β. καταστέλλουν τις λειτουργίες του κεντρικού νευρικού συστήματος και όταν χρησιμοποιούνται σε κατάλληλες δόσεις προκαλούν βαθύ και ήσυχο ύπνο. Μερικά από αυτά έχουν… … Dictionary of Greek
ακρυλικά — Συνθετικά πλαστικά και υφάνσιμα που σχηματίζονται από την ακρολεΐνη (βλ. λ.), το ακρυλικό οξύ ή τα παράγωγά τους με πολυμερισμό. Ένα από τα πιο σπουδαία α. υφάνσιμα είναι το ορλόν που σχηματίζεται από τον πολυμερισμό του ακρυλονιτριλίου.… … Dictionary of Greek
συνθετικάς — συνθετικά̱ς , συνθετικός skilled in putting together fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
απορρυπαντικά — Βιομηχανικά προϊόντα που ανήκουν στην κατηγορία των καθαριστικών μέσων, κύριος αντιπρόσωπος των οποίων υπήρξε για αιώνες το σαπούνι. Μία από τις παλαιότερες χημικές οργανικές αντιδράσεις που εφαρμόστηκαν για την παραγωγή σαπουνιού ήταν η… … Dictionary of Greek
πετρέλαιο — Μείγμα πολυάριθμων υδρογονανθράκων, όλων σχεδόν των χημικών σειρών, που περιέχει και μικρές ποσότητες οξυγονούχων, αζωτούχων και θειούχων προϊόντων. Πετρέλαια θεωρούνται και τα ορυκτέλαια που εξάγονται από μεταλλευτικά κοιτάσματα, εκείνα που… … Dictionary of Greek
κορτιζόνη — Στεροειδής ορμόνη που συντίθεται από τη χοληστερόλη στον φλοιό των επινεφριδίων, με την επίδραση της κορτικοτρόπου ορμόνης. Ανήκει στα κορτικοστεροειδή, μαζί με την κορτιζόλη (ή υδροκορτιζόνη) και την κορτικοστερόνη. Η κ. απομονώθηκε για πρώτη… … Dictionary of Greek
συνθετικός — ή, ό / συνθετικός, ή, όν, ΝΜΑ [σύνθετος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη σύνθεση ή ο ικανός και έμπειρος στη σύνθεση (α. «συνθετική μέθοδος» μια από τις κυριότερες μεθόδους διδασκαλίας β. «συνθετικός νους» γ. «φαντασία συνθετική», Στωικ.) 2 … Dictionary of Greek
ελαστομερή — Πολυμερή, συνήθως συνθετικά, που έχουν τις βασικές ιδιότητες του βουλκανισμένου καουτσούκ. Ανάμεσα στα πρώτα συνθετικά ε. ήταν το πολυχλωροπρένιο, το συμπολυμερές στυρόλιο βουταδιένιο και το πολυσουλφίδιο του νατρίου. Αργότερα, παρασκευάστηκαν… … Dictionary of Greek
Ηνωμένο Βασίλειο — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βορείου Ιρλανδίας Συντομευμένη ονομασία: Μεγάλη Βρετανία Έκταση: 244.820 τ. χλμ. Πληθυσμός: 59.647.790 (2001) Πρωτεύουσα: Λονδίνο (6.962.319 κάτ. το 2001)Κράτος της βορειοδυτικής… … Dictionary of Greek
λιπαντικά — Ευρύς όρος που περιλαμβάνει όλες τις ουσίες που είναι κατάλληλες για λίπανση (βλ. λ.). Κατάταξη των λ. Η κατάταξη των λ. μπορεί να γίνει σύμφωνα με διάφορα κριτήρια, όπως είναι η φυσική κατάσταση, η προέλευση, οι ειδικές χρήσεις τους κ.ά. Μία… … Dictionary of Greek